Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού καπιταλισμού, τί γίνεται με τον υπαρκτό εθνικισμό;

Σκέψεις πάνω στην οικονομία με αφορμή τα γεγονότα της 8ης Δεκεμβρίου (μέρος 2ο): Mετά την κατάρρευση του υπαρκτού καπιταλισμού, τί γίνεται με τον υπαρκτό εθνικισμό? (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009)

editorial (today)
Τί έχουμε να περιμένουμε από μια νέα οικονομική πολιτική?
Τ ί π ο τ α !!
Η απάντηση σε κάθε περίπτωση εξαρτάται από τον χρονικό ορίζοντα στον οποίο τοποθετεί την προσέγγισή του έκαστος εξ’ημών.

Προσωπική άποψή μου είναι ότι οι πολιτικές προσεγγίσεις που ευαγγελίζονται ένα «πράσινο» και «αειφόρο» μέλλον δεν είναι τίποτα άλλο από συντετμημένες και αποσπασματικά τοποθετημένες απόψεις εκτός συγκείμενου, της ευρύτερης κυρίαρχης τεχνοκρατικής αντίληψης για τον καπιταλισμό που ευδοκιμεί στις Βρυξέλλες.

Είναι μία μετα-νεοφιλελεύθερη προσέγγιση με ην οποία έχουν αρχίσει να φλερτάρουν οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές μόνο μετά την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος στα εθνικά δημοψηφίσματα (στα οποία ας σημειωθεί ότι δεν συγκαταλέγεται η ελληνική περίπτωση, όχι γιατί στην Ελλάδα ευδοκιμεί ο «φεντεραλισμός» αλλά γιατί εμείς εδώ δεν κάναμε δημοψήφισμα), προσέγγιση που δείχνει να επιθυμεί σταδιακά να αποτινάξει από την ευρώπη τις παιδικές τις ασθένειες, ήτοι τις κρατούσες αντιλήψεις που ήταν της μόδας περί καπιταλισμού στα 1992, και οι οποίες δεν κατόρθωσαν παρά να καταστήσουν την ευρώπη μία wannabe πλήρως απελευθερωμένη και κατακερματισμένη αγορά, κατά το πρότυπο των καλοβαλμένων αμερικάνων πιονερών που σήμερα δεν έχουν στοιχειώδη περίθαλψη και δεν τους νοιάζει να αποκτήσουν αφού τους μοιράσανε την Οκλαχόμα με κριτήριο το σημάδι της ρόδας που άφηνε το κάρο τους όταν έτρεχαν με αφηνιασμένα τα άλογά τους να σημαδέψουν τις ιδιοκτησίες τους. Έτσι, έμαθαν να πορεύονται μέχρι εκεί που φτάνει το άλογό τους, να καλλιεργούν τη γη όσο αντέχουν τα χέρια και τα πόδια τους, να παράγουν για όσο αντέχουν και να αμείβονται για όσο παράγουν. Το αμερικάνικο zeitgeist δημιουργήθηκe πριν την Αμερική. Οι Ευρωπαίοι από την άλλη, έφτιαξαν την Ευρώπη βγάζοντας ό,τι σαβούρα υπήρχε μέσα στον πρόσθιο λωβό, την παρεγκεφαλίδα και τον ιππόκαμπο και δεν την είχε ερμηνεύσει ο Φρόυντ και την πέταξαν μέσα στη Συνθήκη της Ρώμης του ‘52. Στο φουλ ο ψυχρός πόλεμος, στα ντουζένια του ο αντικομμουνιστικός αγώνας, στρατοδημοκρατικοί εθνάρχες της δεξιάς (Ντε Γκώλ, Αντενάουερ) που άφησαν διαθήκες και παρακαταθήκες για εισβολές και καταστολές, και πάντοτε, αχ αυτό πάντοτε, η λατρεία της «ελεύθερης αμερικής» του μπλουζ του σγουίνγκ και του έλβις, του κέννεντυ και του «δημοκρατικού» καπιταλισμού.

1.
Σε προηγούμενο κομμάτι του προβληματισμού μας (Σκέψεις με αφορμή τα Γεγονότα της 8ης Δεκεμβρίου 1,2) προσπαθήσαμε σε αδρές γραμμές να φωτίσουμε το χρονικό της προαναγγελθείσης κρίσης -αν και πολλά μένουν να ειπωθούν για το θέμα αυτό στη συνέχεια. Καταλήξαμε στο ότι το επίπεδο ζωής θα πέσει –με δεδομένο ότι ο υπερδανεισμός θα σταματήσει- και ότι το εθνικό εισόδημα θα μειωθεί συνολικά, καθώς θα μειωθούν τα κέρδη των επιχειρήσεων. Το σχήμα αυτό θα οδηγήσει αφενός σε πτώση της ενεργού ζήτησης και αφετέρου σε μειώσεις μισθών ή /και απολύσεις ο αριθμός των οποίων φαίνεται ότι θα κορυφωθεί κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2010. Η πτώση της ζήτησης στην αγορά θα είναι δομική-συστημική και λιγότερο ψυχολογική-συγκυριακή αφού θα εδράζεται σε ένα αρνητικό δίπολο που από τη μία πλευρά του έχει το αυξημένο κόστος δανεισμού κι από την άλλη την πτώση των εισοδημάτων.

Σημεία που πρέπει να μελετηθούν ως αστάθμητοι πολλαπλασιαστές των συνεπειών της κρίσης είναι η έλλειψη κοινωνικών συναινέσεων αναφορικά προς το νέο κρατικοοικονομικό υπόδειγμα που θα ακολουθηθεί, η αδυναμία της κυβερνητικής γραφειοκρατίας να επεξεργαστεί μία ισορροπημένη νέοκεϋνσιανή δέσμη μέτρων, που να είναι κάτι παραπάνω από δέσμη μέτρων , και η αδυναμία της αντιπολίτευσης του φάσματος κέντρου-αριστεράς, να λειτουργήσει γονιμοποιητικά σε έναν διάλογο όπου εκ των πραγμάτων είναι επιτακτικά αναγκαίο να ξεπεράσει τους αναχρονισμούς μιας καθηλωμένης πολιτικής ταυτότητας. Αυτή συνίσταται τόσο στην αδυναμία της αριστεράς να ενσωματώσει θεωρητικά εργαλεία που να θεραπεύουν σε ορίζοντα δύο τετραετιών τουλάχιστον ένα από τα ιδιοπαθή δομικά ελληνικά προβλήματα (παιδεία, υγεία, δημόσια διοίκηση, ανεργία, εθνικά (λεγόμενα) θέματα) όσο και στον αυτεγκλωβισμό της κεντροαριστεράς σε ένα νεοφιλελεύθερο discourse από το οποίο πλέον είναι πολύ αργά για να υπαναχωρήσει χωρίς να χάσει την ούτως ή άλλως βαρέως τραυματισμένη πολιτική της αξιοπιστία.

Από την άλλη πλευρά, σε αντίθεση με τους «αστάθμητους» πολλαπλασιαστές θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και μία σειρά άλλων, αυτοί που αναφέρονται αμιγώς στην λειτουργία της οικονομίας και ονομάζονται αυτόματοι πολλαπλασιαστές. Αυτοί σχηματικά ορίζονται ως η αλυσιδωτή επίδραση που θα έχει στα δημοσιονομικά (έλειμμα, χρέος) η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και η συρρίκνωση του ΑΕΠ, με συνακόλουθες επιπτώσεις στα δημόσια έσοδα του Κράτους.

Ρυθμοί ανάπτυξης πτωτικοί ή και αρνητικοί, θα έχουν συνέπεια την συρρίκνωση των φορολογικών εσόδων, ενώ η σκλήρυνση/ συντηρητικοποίηση της αγοράς εργασίας με το κύμα απολύσεων για τον «εξορθολογισμό» των εξόδων των επιχειρήσεων θα έχει ως αποτέλεσμα την συρρίκνωση των ασφαλιστικών εισφορών σε μία εποχή που τα ελειμματικά ταμεία καθιστούν πιθανό το ενδεχόμενο μίας στάσης πληρωμών.

2.
Αρκεί λοιπόν για μια χώρα που έχει προνεωτερικά κατάλοιπα αλλά και μετανεωτερικές ασυνέχειες, να εμπεδώσει απλά ως τελεσίδικη φαινομενολογία το τέλος του άναρχου και βίαιου νεοφιλελευθερισμού προκειμένου να αποδεσμεύσει τις ζωτικές της δυνάμεις και να ανοικοδομήσει τον εαυτό της?

Ας μην ξεχνάμε ότι ο συνδυασμός προνεωτερικού-μετανεωτερικού- χωρίς τον νεωτερικό κρίκο οδήγησε στο ασύμπτωτο φαινόμενο να έχουμε οικονομική κρίση σε μία στιγμή κατά την οποία προσπαθούμε να αποβάλλουμε από πάνω μας ένα οικονομικό υπόδειγμα που οι άλλοι τώρα δειλά αποφασίζουν να επαναπροσεγγίσουν ως δυνητική θεραπεία στην μεγάλη ύφεση. Ο κρατικοκεντρικός καπιταλισμός, επιβίωσε και εξελίχτηκε στην Ελλάδα σαν η ιδιαίτερη εκείνη αλληλοεξυπηρετούμενη/τροφοδοτούμενη συνεργασία μεταξύ των πολιτικών ελίτ που εναλάσσονται διαχρονικά σε κέντρα ελέγχου των κρατικών προμηθειών από τη μία, και της ελληνικής αστικής τάξης από την άλλη, που στήριξε τον κύκλο συσσώρευσής της μεταπολεμικά στον έλεγχο των πρώτων μέσω της διαπλοκής. Η διαπλοκή ευνόησε την εναλασσόμενη πολιτική κυκλοφορία μεταξύ των κληρονόμων των πόλων ΕΔΑ-Ενώσεως Κέντρου και ΕΡΕ, που μετά το 1975 εξελίχτηκαν στις πολιτικές παρατάξεις που γνωρίζουμε σήμερα.

Ως απώλεια του νεωτερικού κρίκου στην ελληνική παραγωγική διαδικασία μπορεί να οριστεί η περίοδος από το 1981 μέχρι το 1993, όταν σοσιαλιστικές πολιτικές οδήγησαν σε δημοσιονομική υπερεπέκταση, διόγκωση της γραφειοκρατίας και κρατική διαφθορά, που ο φιλελευθερισμός της περιόδου 90-93 όχι μόνο δεν στάθηκε ικανός να ανακόψει αλλά στο μερίδιο που του αναλογεί από την φεουδαρχική κληρονομιά της πάλαι ποτέ ΕΡΕ κατόρθωσε να τα υπηρετήσει εξίσου αποτελεσματικά όσο και οι προκάτοχοί του.

Αρκεί λοιπόν να ανασυγκροτήσουμε τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος, ή να επαναδιαπραγματευτούμε τις συλλογικές συμβάσεις εξισωτικά προς τα πάνω? Αρκεί μήπως να περάσουμε στη βουλή ένα «νέο» αναπτυξιακό νόμο ελπίζοντας ότι θα είναι αρκετό αυτό για την «προσέλκυση ξένων επενδύσεων» ? Ή μήπως αρκεί να αποδεσμεύσουμε το λύκειο από τις εξετάσεις και να δώσουμε οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια στα πανεπιστήμια και να υπερθεματίσουμε στην χρηματοδότηση της έρευνας? Μάλλον δεν αρκεί.

Υπάρχει σχιζοφρενικός ανορθολογισμός στην κατανομή του εθνικού εισοδήματος, και υπάρχουν κεφαλαιώδεις πόροι για την ανάπτυξη της χώρας και το «μέλλον των παιδιών μας» (δυστυχώς στην Ελλάδα το μέλλον ανήκει μόνο σε αυτούς που δεν μπορούν να εκφράσουν γνώμη γι’αυτό) οι οποίο πόροι διαρρέουν και εξαφανίζονται ενώ αν χρησιμοποιούνταν, όπως είναι κοινωνικό αίτημα πλέον να χρησιμοποιηθούν, θα μπορούσαν να μεταμορφώσουν το ελληνικό κράτος σε μία «δυτικοευρωπαϊκού τύπου» ουτοπία. Το μεγαλύτερο ψεύδος που κατασκευάστηκε ποτέ στην ελληνική ιστορία δεν είναι άλλο από αυτό που σχηματικά περιγράφεται από τον «μύθο της Ψωροκώσταινας», του πιο κραταιού και ευρέως διαδεδομένου greek myth που στιγμάτισε γενεές επί γενεών επιτρέποντας στη δεκαετία 1994-2004 με ρυθμούς 4% ετήσιας ανάπτυξης στο Εθνικό Προϊόν 1. την ελληνική αστική τάξη να αναπτύξει ληστρικές συμπεριφορές κορυφαίας φοροδιαφυγής, 2. το ελληνικό κράτος να αναπτύξει αναιμικές κοινωνικές πολιτικές επιχορηγώντας επί της ουσίας με δημόσιο χρήμα την πρακτική των πρώτων 3. Οι πολιτικές ελίτ να συσσωρεύσουν τεράστια και αμύθητα ποσά μαύρου χρήματος ως ευχαριστηριακή ανταπόδοση για τις καλές υπηρεσίες τους και την εξασφάλιση της ιστορικής σιωπής τους. 4. Την εξυπηρέτηση της ζήτησης στην στρατιωτική βιομηχανία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων όταν αυτές δεν βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους.

Όπως σκοπεύουμε να δείξουμε στη συνέχεια, δεν είναι η μεταφορά δημοσίων δαπανών από μία περιοχή ανάπτυξης σε άλλη, ως απόφαση και μετακίνηση πόρων που θα γονιμοποιήσει μία νέα περιοχή ανάπτυξης (παιδεία, νέες τεχνολογίες, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), αλλά η συρρίκνωση εμπεδωμένων αντικοινωνικών συμπεριφορών μερίδας εργαζομένων, δημοσίων λειτουργών, κρατικών αξιωματούχων, εκπαιδευτικών, στρατιωτικών κ.α., που εμφορούνται από συγκεκριμένη ψυχοδιανοητική συγκρότηση η οποία διαχέεται-μετακενώνεται σε κάθε τομέα όπου αποφασιακά-θεσμικά-πολιτικά το ελληνικό κράτος εκκινά να αυξάνει τις δαπάνες συγκυριακά ή με διαχρονική μορφή. Τελευταία και γλαφυρότερη μορφή του ως άνω ατελούς υποδείγματος (>> της μετακίνησης πόρων σε περιοχές αυξημένου ενδιαφέροντος) είναι η περίπτωση του ΤΕΜΠΜΕ (Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων) η καλύτερη ίσως case study της τελευταίας περιόδου για το πώς καταβαραθρώνεται από κερδοσκοπική επίθεση των «ληστών με κολλάρο» ένας κατά τα άλλα έξυπνος και χρήσιμος short-term μηχανισμός για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. (για να είμαστε ακριβείς, ένας μηχανισμός για την επιβράδυνση της συρρίκνωσης της ελληνικής οικονομίας )

Προχωρώντας όμως ένα βήμα παραπάνω, δεν νομίζω ότι πρέπει να είμαστε ψιλικατζήδες. Ούτε στις απαιτήσεις και τα όνειρά μας, ούτε ακόμη-ακόμη και στα χρέη μας. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα διαχρονικής αύξησης δαπανών αλλά και διαχρονικά ατελέσφορης με όρους ανταποδοτικότητας δαπάνης της ελληνικής οικονομίας, είναι οι στρατιωτικές δαπάνες. (Το αμέσως προηγούμενο, ίσως και ισοδύναμο κατ’άλλους είναι οι διαρροές από τις δαπάνες υγείας, αλλά αυτό είναι μία άλλη υπόθεση).

3.
Οι οικονομικοί πόροι που διοχετεύονται για την εξυπηρέτηση των αναγκών πολεμικής προπαρασκευής /συντήρησης είναι μία αφανοποίηση των εθνικών παραγωγικών δυνάμεων, μία εξάτμιση εν δυνάμει παραγωγικών συντελεστών, μία συνολική εθνική κίνηση-μετατόπιση προς μία περιοχή, που στην μορφή την οποία τείνει να λάβει διαχρονικά, καταλήγει να ομοιάζει σε αυτό που Hernando de Soto ονομάζει, νεκρό κεφάλαιο. («Tο Μυστήριο του Κεφαλαίου», Ροές)

Σε αντίθεση με την κλασική έννοια του νεκρού κεφαλαίου, που είναι 1. περουσιακά στοιχεία χωρίς νομιμότητα κατοχής (χωρίς επαρκείς τίτλους ιδιοκτησίας) 2. συσσώρευση πλούτου από το περιθώριο της παραοικονομίας, 3 από αδυναμία του δικαιϊκού συστήματος να άρει τα γραφειοκρατικά εμπόδια για την εγκαθίδρυση νομικού πλαισίου που να κατοχυρώνει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα (property rights) και 4. την αδυναμία δημιουργίας προϋποθέσεων για την κεφαλαιοποίηση αυτών των περιουσιακών στοιχείων μέσα από τραπεζικές πιστώσεις που θα ενσωματώνουν τις αξίες αυτών των περιουσιακών στοιχείων, το νεκρό κεφάλαιο στην ελλάδα είναι όλα τα παραπάνω συν κάτι επιπλέον.

Το κάτι επιπλέον, είναι το ποσοστό εκείνο από τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης που προορίζεται για τον στρατό. Είναι μία πάγια δαπάνη από ένα πάγιο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος, που τείνει να αυξάνεται σε απόλυτα νούμερα ως δαπάνη, ενώ μειώνεται –λένε- ως σχετικό ποσοστό σε όρους Ακαθαρίστου Εγχώριου Προϊόντος, οπότε αυτό είναι καλό –λένε- γιατί όσο αυξάνεται το αέπ τότε εμείς βαδίζουμε σε καλό δρόμο, γιατί αν δανειζόμαστε με λίγο μικρότερο ρυθμό από τον ρυθμό με τον οποίο αυξάνεται το εθνικο προϊόν, τότε θα μπορούμε να πιστωνόμαστε τα εύσημα της «μάχης με το δημόσιο χρέος». Άρα λοιπόν ακόμα κι αν τα λεφτά που ξοδεύουμε για εξοπλισμούς είναι περισσότερα φέτος απ’ ότι πέρσι, και πέρσι περισσότερα απ’ότι πρόπερσι, όσο το αέπ είναι μεγαλύτερο φέτος απ’ότι πέρσι και πέρσι μεγαλύτερο απ’ότι ήταν πρόπερσι, τότε δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας.

Η πραγματικότητα όμως είναι πάντα κάπως διαφορετική, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που τυχαίνει να συμβεί το ακατανόμαστο:

Η διεθνής οικονομική ύφεση

Αυτό σημαίνει ότι με ρυθμούς ανάπτυξης που τείνουν στο μηδέν, το μόνο που μένει να αυξάνει το ΑΕΠ είναι ο πληθωρισμός. Αυτός θα προσμετρηθεί από τους κρατικούς οικονομολόγους με ανακούφιση αφού θα τους δώσει την αυξητική τάση μέσα στην οποία θα σφηνώσουν «ποσοστιαία» τις αμυντικές δαπάνες του νέου προϋπολογισμού χωρίς να λογοδοτήσουν για τις στρεβλώσεις στην αγορά (κερδοσκοπία, ολιγοπώλεια, που επιτρέπουν τραγελαφικά τον καθορισμό του από την ελαστική κατανάλωση) και χωρίς φυσικά να χρειαστεί να εισηγηθούν ρηξικέλευθες τομές που αναπόφευκτα θα επιφέρουν πολιτικό κόστος στη δεξιά (διαρροές ψήφων από στρατο, σώματα ασφαλείας)

Αυτό το είδος νεκρού κεφαλαίου -που μαζί με το πάγιο εισόδημα που εξυπηρετεί το δημοσιο χρέος είναι και τα δύο πάγια εισοδήματα που δαπανώνται προαποφασισμένα- αποτελεί ένα νεκρό παραγωγικό συντελεστή, ο οποίος όμως νεκρός αυτός συντελεστής δεν δεσμεύεται από προηγούμενη υποθήκη και άρα δεν είναι αμετάκλητα νεκρός, όπως αναντίρρητα συμβαίνει με το ποσό της δαπάνης που προορίζεται για το Χρέος, αφού αυτό εξυπηρετεί προηγούμενο δανεισμό στη βάση ενός προϋπεσχεμένου επιτοκίου.

Τότε γιατί επιμένουμε να ξοδεύουμε τόσα πολλά σε μία δαπάνη που δεν είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε?

Υπάρχουν δύο σχολές σκέψεις που επηρεάζουν την λήψη της απόφασης εν προκειμένω: Η πρώτη σχολή, η «πατριωτική» είναι βαθειά, με ιστορικές ρίζες και έχει κατορθώσει να κατασκευάσει ένα consensus που της επιτρέπει αφενός μεν να διατηρεί το επιχείρημά της στο ακέραιο, αφετέρου ενισχύοντας συν το χρόνω την κοινωνικοπολιτική της θέση εκμεταλλευόμενη την εξασθένηση των κοινωνικών κινημάτων και την παράλληλη άνοδο της αντίληψης για πανταχού παρούσες «απειλές ασφάλειας» (security threats) να επιτρέψει ή και να προκαλέσει με την διεισδυτική απήχηση που φαίνεται να έχει στο φαντασιακό ακόμα και των πιο ορκισμένων εχθρών της, την κατασκευή και διατήρηση μίας ιδιότυπης omerta γύρω από τις στρατιωτικές δαπάνες, έναν κύκλο σιωπής που φαινομενικά μόνο δείχνει να σπάει όταν διάφοροι κομματικοί σχεδιασμοί για λόγους αντεκδίκησης ή αντιπροσώπευσης «θιγμένων» οικονομικών κέντρων του εξωτερικού το κρίνουν απαραίτητο.

Η δεύτερη σχολή σκέψης, που δεν θα ήταν ίσως καθόλου παρακινδυνευμένο να ισχυριστεί κανείς ότι αναπτύχθηκε προκειμένου να απενεχοποιήσει τους φορείς της από τις ιστορικές ενοχές που διατρέχουν την πολιτική τους συνείδηση για το consensus που συνδιαμόρφωσαν, και το οποίο δεν θα ήταν καθόλου εκτός πραγματικότητας αν λέγαμε ότι οι θιασώτες της «πατριωτικής» σχολής άφησαν απειροελάχιστα περιθώρια καταγγελίας του, είναι όλοι εκείνοι που κατά καιρούς έχουν προσπαθήσει με νεο-κεϋνσιανές προσεγγίσεις να υπερθεματίσουν, υποστηρίζοντας τη συμμετοχή των στρατιωτικών δαπανών (που ονομάζονται τώρα αμυντικές) στην οικονομική ανάπτυξη. Το επιχείρημα αυτό και την ευστάθεια της κεϋνσιανής προσέγγισης θα επιχειρήσουμε να καταρρίψουμε στη συνέχεια με χρήση στοιχείων από την εργασία των Τάσου Στυλιανού-Νίκου Δριτσάκη, Αμυντικές δαπάνες και Οικονομική Ανάπτυξη: Μια εμπειρική έρευνα για την Ελλάδα, (Τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), όπου διευρενάται με χρήση ποσοτικών μεθόδων η ευστάθεια του επιχειρήματος της δεύτερης σχολής.

4.
Οι νεαροί επιστήμονες εξ αφορμής των εμπειρικών αποτελεσμάτων μελετών που αντίκεινται στην κλασική αντίληψη ότι τα υψηλά επίπεδα των στρατιωτικών δαπανών κρατούν χαμηλά τα επίπεδα της οικονομικής ανάπτυξης, αποφασίζουν να λάβουν υπόψιν τα συγκρουόμενα συμπεράσματα που δίνει η βιβλιογραφία και να εφαρμόσουν ένα αναλυτικό μοντέλο για την ελληνική περίπτωση της περιόδου 1961 με 2003. Ξεκινούν να ερευνήσουν μία άποψη που δεν είναι σαφές από τη βιβλιογραφία αν επαληθεύεται, αυτήν δηλαδή που υιοθετούν οι υποστηρικτές της διαχρονικής αύξησης των εθνικών αμυντικών δαπανών. Η θέση τους είναι ότι «τέτοιες δαπάνες μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη, μέσω της υποκίνησης της συνολικής ζήτησης. Η αυξανόμενη ζήτηση που προκαλείται από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες οδηγεί στην αυξανόμενη χρησιμοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου (sic) και σε μεγαλύτερα επίπεδα απασχόλησης. Η αυξανόμενη χρησιμοποίηση μετοχικών κεφαλαίων θα οδηγήσει σε αυξήσεις στο ποσοστό κέρδος, το οποίο μπορεί στη συνέχεια να προκαλέσει μεγαλύτερες επενδύσεις και κατά συνέπεια τη δημιουργία βραχυπρόθεσμου πολλαπλασιαστή και υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης». Εντούτοις τα τελικά συμπεράσματα της εργασίας των Στυλιανού-Δριτσάκη μάλλον επιβεβαιώνουν την ανταγωνιστική βασική θέση που υποστηρίζει ότι «τέτοιες δαπάνες καθυστερούν την ανάπτυξη, κυρίως μέσω της μείωσης των επενδύσεων, των πληθωριστικών πιέσεων και της μείωσης των διαθέσιμων δημοσίων κεφαλαίων για δαπάνες και επενδύσεις σε άλλες ενδεχομένως παραγωγικότερες και αποτελεσματικότερες δαπάνες». Αυτό δεν γίνεται ρητά αλλά επιγραμματικά καταφεύγουν σε μία αποφατική διατύπωση που ενισχύει την ως άνω βασική θέση καταλήγοντας στο ότι «υπάρχει μονόδρομη σχέση αιτιότητας μεταξύ του λόγου των αμυντικών δαπανών στο ΑΕΠ και στο ρυθμό μεταβολής του κατα κεφαλήν ΑΕΠ με κατεύθυνση από ΑΕΠ προς τις αμυντικές δαπάνες». Έτσι δεν τεκμαίρεται από πουθενά ότι η αύξηση οδηγεί στην ανάπτυξη αλλά μάλλον το αυτονόητο αντίστροφο.

1 σχόλιο: