Παρασκευή 25 Απριλίου 2008

ΑΠΟΚΛΕΙΟΜΑΙ ΚΑΙ ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΑΙ (brains totally damaged)

Λοιπόν εμείς οι φαντάροι όταν κάποιος σε κρατάει στη τσίτα και σε χώνει συνέχεια αυτό το ονομάζουμε τέντωμα. Αυτόν που κάνει αυτό το πράγμα, τον αποκαλούμε, όπως άλλωστε κ όλοι εσείς εκεί έξω, μουνόπανο. Αυτό που έχω κάνει εγώ όμως για να συνδυάσω αυτά τα δύο και να περιγράψω εκείνον που συνομωτεί για να το πάθεις εσύ όλο αυτό στη θέση κάποιου άλλου, είναι να εφεύρω τον όρο ΤΕΝΤΟΠΑΝΟ, ή ΤΕΝΤΟΛΕΛΕΣ.

O τεντολελές που είναι κ το λιγότερο προφανές από πού βγαίνει σαν λέξη (εντούτοις όμως δεν παύει να αποτελεί το απαύγασμα σοφίας αυτών που σκέφτομαι στο στρατό- τα υπόλοιπα είναι σπαρακτικά δίστιχα που φτύνω σα να μου χει κάτσει βρώμικη χλέπα στο λαιμό την ώρα που κάνω σκοπιά : η ψυχή μου πάει στον άδη παραγάδι στο πηγάδι-σαρδέλες φλόκος λες να είμαι στόκος- δώς μου το φιλί σου μα να σκουπιστείς θυμήσου - άμα βγάλω το χακί είμαι ντούρος στο καβλί- συνέταιρος κ υπέρτερος στον έρωτα ελεύθερος- θα τη κάνω μαντραπήδα για να ξελασκάρει η βίδα- πλησίασε τα κάγκελα να σου σκιστούν τα βάρδουλα- κ άλλα τέτοια παρεμφερή) είναι μια λέξη που ανάγεται στα υστεροβυζαντινά χρόνια όταν ο Κωσταντίνος ο Μονομάχος αποφάσισε να κάνει δωράκι τα έξοδα του μεγαλύτερου μοναστηριού στο Νησί της Μαστίχας, κ βάζοντας βαθειά το χέρι στην τσέπη έχτισε τη Νέα Μονή Χίου.

Τότε λοιπόν πρώτος και καλύτερος ήρθε να καλογερέψει στο ιστορικό αυτό μοναστήρι ο μοναχός Λευτεράκης ο Λίλιουμ ένας γλυκύτατος τεμπελάκος της εποχής που έμελλε έκτοτε να σημαδέψει την πορεία του μοναστηριού συγκεντρώνοντας όλο το χαραμοφάηκο ρεμπετασκέρ του βορειοανατολικού αιγαίου και παραλίων μικρασίας. Ο Λευτεράκης ο Λίλιουμ, ήταν ένα καλογέρι ονόματι Ελευθέριος ΚαβλοκοντοζυγώνειΦυλαχτείτε που έτυχε να έχει αδυναμία στα λουλουδάκια εκείνα που ονομάζονται λίλιουμ, τα ξέρετε. Του άρεσε να τη ξαπλάρει σε μια αιώρα σ'ένα περιβόλι και να τα μυρίζει αναπολώντας το Αϊβαλί την πατρίδα του όπου τότε μόλις είχε έρθει το λίλιουμ από κάτι σμυρνιούς ανθοκόμους κ έκανε θραύση μεγάλη στη πιάτσα. Από το πολύ λίλιουμ που μύριζε, του βγήκε το "Λευτεράκης ο Λίλιουμ" κ ο λευτεράκης ο λίλιουμ που χαριν συντομίας λευτεράκης ο λίλιουμ και λευτεράκης ο λίλιουμ, τονε βγάλανε λελέ να τελιώνει η υπόθεση να μη κουράζονται κ αυτοί. Όταν ήρθε μια μέρα ο ίδιος η αυτού μεγαλειότης ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος να επιβλέψει την πρόοδο των εργασιών της επένδυσής του -κόντεψε να μπει μέσα ο άνθρωπος αλλά μέχρι και τις μέρες μας είναι τίγκα στους επισκέπτες γιατί είναι πανέμορφο μοναστήρι κ έχει μέσα και καμιά διακοσαριά-τριακοσαριά κρανία των σφαγιασθέντων της Σφαγής της Χίου τότε που βάφτηκαν κόκκινα τα θαλασσινά νερά όπως λέει ο θρύλος- βλέπει τον Λευτεράκι τον Λίλιουμ να πίνει τον ναργιλέ του κ να μετράει το κομποσχοίνι του κ έκπληκτος τον ρωτάει γιατί δεν είναι στα χωράφια, στο ψωμί, στο φαγητό ή σε κάποια εργασία τέλος πάντων μαζί με τους άλλους καλόγερους - και ο Λευτεράκης ο Λίλιουμ ατάραχος γυρνάει τον κοιτάει και του αποκρίνεται "να δωνά πέρα έστησα την τέντα μα καλέ τηνε βλέπει ο ήλιος και θα τηνε στήσω έδεφτού" και τότε του κότσαρε ο αυτοκράτορας το τσούκλι Λευτεράκης ο Τεντολελές.

Φυσικά αυτά όλα μπορεί όντως να συνέβησαν ή μπορεί και να μη συνέβησαν και να τα ονειρεύτηκα εγώ στη σκοπιά. Αυτό που όμως έχει τελικά σημασία είναι ότι οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η λέξη τεντολελές που έχει μεσα της το συνθετικό λελές βγαίνει από το περίφημο "λελέ" όρος που χρησιμοποιείται κατά κόρον στους ακαδημαϊκούς κύκλους στο στράτευμα για να περιγράψει το τέλος της στρατιωτικής θητείας στη ζωή του φαντάρου όταν αυτός δεν μετράει παρά λίγες μέρες μονάχα για να απολυθεί. Εικάζεται δε ότι η λέξη αυτή ήρθε από τη φράση "απολελέ και τρελελέ" που αποτελεί παραφθορά του γνωστού σε όλους μας "απολύομαι και τρελαίνομαι"..
Επίσης αν και όχι αριθμητικά πολλές υπάρχουν βάσιμες γλωσσολογικές ενδείξεις ότι παίζει να προέρχεται από το "λαίουρας" που είναι παραφθορά του "παλαίουρας" που με τη σειρά του είναι παραφθορά του "παλιός"..

Τεντολελές λοιπόν είναι ο πούστης εκείνος που θέλει να λουφάρει γιατί πιστεύει ότι του αξίζει επειδή είναι παλιός αλλά κάποιοι δεν τον αφήνουν γιατί πιθανότατα είναι τόσο μεγάλος παρταλοπάρταλος που θέλουν να τον κάνουν να πήζει μέχρι τελευταίας στιγμής μπας και στρώσει, οπότε αυτός κινεί τεντολελέδικες διαδικασίες για να τεντώσουν εσένα στη θέση του και να κάνεις ανάσταση και κυριακή του πάσχα μέσα στο στρατόπεδο ενώ αυτός το πιθανότερο είναι ότι θα τρώει πατατάκια βλέποντας τηλεόραση, άντε και στη καλύτερη να γίνει δαβλί στα ξύδια με κάνα κολλητό του και μετά να νομίζει ότι παίζει και να μην την έφαγε τη χυλόπιτα ενώ στην πραγματικότητα είχε ζαλιστεί από το πολύ ξύδι και τις τρεις μαλακίες που τράβηξε και έμεινε με την εντύπωση ότι η σερβιτόρα στο "byblos" τον παρακάλαγε να την γαμήσει ενώ εκείνη του έλεγε μαλάκα έτσι και ξεράσεις πάνω μου θα φύγεις με κλωτσιές από το μαγαζί.

Καλή Ανάσταση σε όλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου