Στην Α
«....και καθώς με λούζανε τα νυχτερινά φώτα της πόλης ανεβαίνοντας το φαρδύ πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Σοφίας, θυμόμουν τα λόγια του Σαχτούρη...η φωνή του αντηχούσε στο μυαλό μου και τα λόγια του με κατέτρωγαν...τί θα απογίνω...πόσα άραγε πρέπει εγώ να θυσιάσω; Δεν ήμουν τίποτα άλλο από την παραφωνία σ’ένα απροβάριστο σεγόντο...κι όμως μία ακατανίκητη επιθυμία με φλόγιζε να βγω μπροστά πρίμος...ποιός, εγώ...εγώ ο μικρός...»
«Και τότε ήταν που διέταξα τις αισθήσεις μου να παραβιάσουν τη φυσική τους τάξη...ήθελα πραγματικά να τις ξαποστείλω, να τις κάνω να με παρατήσουν μόνο κι έρημο στην άκρη του πεζοδρομίου, να εξαφανίσω τα πόδια μου και να βγάλω φτερά, να ξεριζώσω τα μάτια μου απ’ τις κόγχες τους και να γίνω πνεύμα...να μείνω μόνος σε μια γωνιά κι ας πάγωνα, αρκεί να έπαυαν να με τυφλώνουν τα φώτα της λεωφόρου...κι ας μου ξερίζωναν τ’ αυτιά επιτέλους, να μην ξανάκουγα τα σιχαμερά σφυρίγματα των αυτοκινήτων, που δηλητηρίαζαν το μυαλό μου εκείνη την ώρα, όμοια με αμέτρητα φίδια που περνάνε από δίπλα σου τρεμοπαίζοντας τη διχαλωτή τους γλώσσα μ’εκείνο τον φοβερό συριστικό ήχο... »
«Ένιωθα την από καιρό χαμένη μου πίστη να με καρτερεί ανήσυχη στη γωνία του δρόμου...τα λόγια της λίγο πριν χωριστούμε ήταν ίδια με αυτά της αντάμωσης...εγώ θα είμαι εδώ για σένα...δειλά δειλά την ένιωσα να με πλησιάζει, να με σκεπάζει ολόκληρο σαν τεράστια φτερούγα που η θέρμη της ζωογόνησε κάθε κύτταρο του προσώπου μου...κοίταξα δίπλα μου και τα φίδια πλέον δεν υπήρχαν...οι διχαλωτές γλώσσες που έσταζαν σταγόνες πηχτού δηλητηρίου πάνω στη ρυτιδιασμένη άσφαλτο είχαν δώσει τη θέση τους σε ασπροφορεμένους αυλητές που σφυρίζαν θείες μελωδίες πάνω στο κορμάκι μιας αιώνιας φλογέρας...ο χαμένος αυλός του ποιμένα-Θεού που σίγησε θαμμένος βαθειά κάτω απ’τις πόλεις των ανθρώπων...η φλογέρα του Ορφέα, σαν ολόλευκη νύμφη του δάσους, πάλευε ολοζώντανη μπροστά μου να καθαρίσει το κακοποιημένο κορμάκι της από την πίσσα των αιώνων...»
«Και λουσμένος από τα ξανθά φώτα του δρόμου με τα χέρια γροθιά μέσα στις τσέπες μου άνοιγα τα βήματά μου όλο και πιο πολύ, συνεπαρμένος, ολόκληρος μία ψυχή αναβαπτισμένη, μία ψυχή που θέριευε σε κάθε δρασκελιά, για να καλύψω μια απόσταση που τα μάτια μου μόνο αμυδρά κατάφερναν να υπολογίσουν...και στο πλάι μου είχα τους προαιώνιους αυλητές, πραγματική συντροφιά στο μακρύ μου ταξίδι, να σφυρίζουν πάνω σε καλογυαλισμένα άρματα που επέστρεφαν νυσταγμένα από τη νυχτερινή τους διασκέδαση...»
«Και θυμόμουν ξανά τις παραινέσεις του ποιητή καθώς προχωρούσα με τα βήματά μου συντονισμένα πάνω στο σκοπό που έπαιζε ο αυλός της νυχτερινής λεωφόρου, και ήταν σαν να ήξερα όχι το που πήγαινα αλλά ότι δεν χρειαζόταν πια να φοβάμαι μη χαθώ... αδειάζοντας πια το μυαλό μου από τα φριχτά λόγια του Σαχτούρη, μία φωνή, η δική μου φωνή αντήχησε δυνατά μέσα στο κεφάλι μου...Στα φώτα του ύπνου του έθνους,...στα Φώτα του Ύπνου του Έθνους, περπατώ, πάνω στη μελώδια που σφυρίζει η πνευστή λεωφόρος, στο νανούρισμα αυτών που επιστρέφουν για ύπνο, κάτω απ’τα ξανθά φώτα του ύπνου του έθνους περπατώ...»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Peri pistews kai allwn daimoniwn...
ΑπάντησηΔιαγραφήH A...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΑ ΒΛΕΠΩ Η ΝΑ ΠΑΩ ΠΑΣΟ; ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΈΝΩ ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΠΟΥΛΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφή-ΛΑΕΡΤΗΣ-(αρχαίος πρεφαδόρος)
vasika dear A, η φάση που περιγράφω στο συγκεκριμένο είναι real περιστατικό, όντως δηλ ένιωσα έτσι, με εξαίρεση τον Ορφέα τις φλογέρες και τα σχετικά που τα 'βαλα για την αφήγηση. Σοβαρά όμως τώρα, ήταν turning point για μένα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή