του Δημήτρη Μπίμπα
Είναι προφανές ότι η γενικότερη δυσθυμία που έχει προκληθεί στη χώρα το τελευταίο διάστημα δεν μπορεί να εξηγηθεί με τα ίδια εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούσαμε μέχρι πρόσφατα για να ερμηνεύσουμε οριακές μετατοπίσεις προς τη μια ή άλλη κατεύθυνση του πολιτικού σκηνικού και του κοινωνικού στίβου. Δεν αρκεί ο εντοπισμός τομέων που πάσχουν κοινωνικά και θεσμικά (όπως ο δημόσιος τομέας πχ, η έλλειψη κινήτρων, η ηθική και πολιτική απαξίωση). Δεν αρκούν δημοσκοπικές τάσεις, ψυχολογιστικές θεωρίες αγοράς, αναλώσιμες δηλώσεις και επικοινωνιακοί κανόνες για να αναλύσουν το πως μια χώρα, με κατά βάση πολιτιστικά δυτικά χαρακτηριστικά (δεν εννοώ σε επίπεδο αμιγώς τεχνοτροπικό αλλά σε επίπεδο ιστορικής συνέχειας), οικονομικά εμπορευματικά και όχι παραγωγικά κινούμενη, και κοινωνικά διαιρεμένη όσο και η χερσόνησος της Κορέας βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ένα σημείο που η παραμικρή ταλάντωση μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη απορρύθμιση μέχρι και πλήρη κοινωνική εναρμόνιση προς τα συμφέροντα των πολλών.
Κι όμως, όλα έδειχναν ότι η φαινομενολογική ερμηνεία του τέλους της μεταπολίτευσης είχε καταστεί το συνεχές σημείο στασιμότητας και πολλαπλών ερμηνειών προσαρμοσμένων στην εκάστοτε επικαιρότητα. Το τέλος της μεταπολίτευσης πράγματι ήρθε, αλλά μαζί με αυτό επιστρέψαμε σε μια εποχή πριν από αυτή, χωρίς όμως να μπορούμε να δρέψουμε και τις κυοφορήσεις της χρυσής οικονομικής δεκαετίας του '60. Και επειδή ο υπογράφων δεν γοητεύεται από τις διάφορες άνετες θεωρίες περί ιστορικών κύκλων και επαναφοράς, θα υποστηρίξω παρακάτω βάσει των κοινωνικών δομών που θα αναλύσω, ότι το μετεμφυλιακό υπόβαθρο, ως μέρος της κοινωνικής κίνησης δεν έχει υποχωρήσει, όχι τόσο γιατί δεν έχει υποχωρήσει το ιστορικό αιτιακό εκτόπισμα του εμφυλίου- και μακριά από εμάς οι διαιρετικές προθέσεις-, αλλά όσο γιατί το πολιτικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πελατειακό και γιατί η κοινωνική διαίρεση στη χώρα είναι κατά βάση πολιτιστική[1]. Το λέω αυτό γιατί είναι προφανές ότι οι κοινωνικοί αγώνες στη χώρα μας δεν έχουν ως κύρια βάση το ταξικό στοιχείο (το οποίο αρχίζει τώρα να διαμορφώνεται έπειτα από τη σταδιακή αποψίλωση της μεσαίας τάξης) αλλά κυρίως το πολιτιστικό, τη διαφορετική κοσμοθεωρία που φέρουν οι άνθρωποι και η οποία είναι αρκετά διαφορετική ακόμη και στις παρυφές της Ν. Ερυθραίας. Άτοπο επομένως είναι το επιχείρημα ότι ο θάνατος του νέου παιδιού δεν μπορεί να πυροδοτήσει κοινωνική έκρηξη διότι εκείνος άνηκε σε μια τάξη διαφορετική των διαδηλωτών και των πληβείων της κοινωνίας.
Η συγκεκριμένη διαίρεση που επικαλούμαστε έχει διαφορετικές μορφές ανάλογα με το θεσμό στον οποίο εφαρμόζουν παγιωμένες αντιλήψεις, έξεις και πρότυπα συμπεριφοράς. Το επιχείρημα μου είναι ότι για να αμβλυνθεί η κοινωνική διαίρεση θα πρέπει πρώτα να αρθούν τα στερεότυπα δράσης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και θεσμών και έπειτα να ξεκαθαρίσει το βάθος της ταξικής διαίρεσης και να επιδιωχθεί η μέγιστη κοινωνική συναίνεση, στη βάση πραγματικής ισότητας ευκαιριών και ισονομίας.
Ας επισημάνουμε λοιπόν πρώτα ορισμένους τομείς, οι οποίοι αναδεικνύονται ως πυρήνες αυτής της αντανάκλασης που περιγράψαμε παραπάνω.
l Η σημερινή κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά τη μεγαλύτερη κρίση που έχει πλήξει την ελληνική οικονομία. Δε θα αναμέναμε να την αντιμετωπίσει ευφυώς, ποτέ δεν το έκανε σε άλλα μικρότερης κλίμακας θέματα (πυρκαγιές, διαχείριση ταμείων, απόπειρα ιδιωτικοποιήσεων). Πιθανόν αποτελεί τη χειρότερη διοίκηση που έχει γνωρίσει ο τόπος- και εννοώ κυρίως επιχειρησιακά- μετά τη μικρασιατική καταστροφή ή ακόμα πιο πίσω μετά την κυβέρνηση Δηλιγιάννη. Εκτός από κάποιες εξωτερικές συμφωνίες για αγωγούς φυσικού αερίου, το παρασκήνιο των διεργασιών των οποίων μάλιστα ποτέ δε θα μάθουμε και με εξαίρεση το ιστορικό αθλητικό γεγονός της κατάκτησης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος ποδοσφαίρου (άμεσα συνδεδεμένου με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων), η πολιτική διεύθυνση της χώρας και οι άμεσα σχετιζόμενοι υφιστάμενοι της διέπονται από μια πρόδηλη αδυναμία να διαπιστώσουν, να αναλύσουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούν και να επιλύσουν τα προβλήματα που προκύπτουν.
Η ανικανότητα όμως γίνεται αντιληπτή σχεδόν σε κάθε διαχείριση δυσκολίας, για να μην πω κρίσης. Τίποτα δεν είναι τυχαίο` οι απόφοιτοι μεγάλων σχολών Διοίκησης και Οικονομίας της χώρας, που γαλουχήθηκαν, έχοντας διανοηθεί ως υπέρτατους τροφοδότες της ανάπτυξης την έννοια του κέρδους, την ανταγωνιστικότητα, την ευελιξία δε χρησιμοποίησαν τους παραπάνω όρους για να πείσουν την κοινωνική πλειοψηφία ότι χρειάζονται τέτοιου είδους αλλαγές. Δεν παραπλάνησαν το λαό(αυτός πλανήθηκε μόνος του), υποσχόμενοι τα αντίθετα Δεν αποτέλεσαν τους μακιαβελικούς κριούς ενός κρατικού νεοφιλελεύθερου μηχανισμού που σκοπό είχε να μειώσει την κοινωνική στράτευση και να επιφέρει επιχειρηματική ειρήνη. Με άλλα λόγια δεν αποτέλεσαν την ελληνική εκδοχή της Θάτσερ. Είναι οι πρώτοι που πείστηκαν ότι η διαμόρφωση αυτών των συνθηκών θα δημιουργούσε το έναυσμα μιας κοινωνικής αλλαγής (πιθανό συντηρητική), η οποία θα επέφερε ευνομία και τάξη και ταυτόχρονα οικονομική και κοινωνική πρόοδο. Είναι οι ίδιοι, γόνοι μεγάλων πολιτικών οικογενειών, που αποφάσισαν βαθμιαία ότι το DEERE και το ALBA αποτελούν ισάξιους κοινωνούς της γνώσης, όπως το ΕΜΠ, το Καποδιστριακό, το Δημοκρίτειο, ότι είναι τα ίδια ιδρύματα (και χρήζουν επιστημονικής αναγνώρισης δίχως αμφιβολία) μόνο και μόνο επειδή η χρηματοοοικονομική δομή τους προσομοιάζει με την αντίστοιχη δομή του Harvard, Yale, Oxford, και ως τέτοια μπορούν να αναπαράγουν καλύτερα το κοινωνικοοοικονομικό σύστημα και μάλιστα με μικρότερο κόστος. Ωστόσο, στα μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού και στις αντίστοιχες δεξαμενές σκέψης τους, το πολιτικά ορθό επιτάσσει την ολιστική γνώση ακόμη κι αν αυτή γίνεται πολλές φορές αντικείμενο κριτικής και αποδόμησης. Οι μεγάλες σχολές MBA δεν αποφεύγουν να εμβολιάσουν τους επίδοξους μάνατζερς με μικρές δόσεις μαρξιστικής ανάλυσης, κοινωνιολογίας ή μονοπωλιακής αντιμετώπισης της αγοράς. Στα Οικονομικά, όμως, που είναι το κύριο πεδίο κοινωνικής επιστημονικής αντιπαράθεσης εδώ και χρόνια επικράτησε η άποψη ότι τα επιστημονικά συμπεράσματα δεν μπορούν παρά να έχουν μερικότητα, ακόμη και σχετικότητα όταν δεν επιτυγχάνεται η πρώτη. Οι συγκεκριμένοι εκπρόσωποι της ελληνικής άρχουσας τάξης δεν μπήκαν ούτε στον κόπο να βελτιώσουν τις αντιλήψεις τις οποίες έφεραν τα ανανεούμενα συντηρητικά ρεύματα σκέψης. Μοιάζει σα να ξέχασαν στα συρτάρια τους τις πρώτες εκδόσεις του Becker, του Friedman, ακόμα και του Pigou, μοιάζει σα να διαβάζουν εισαγωγές των βιβλίων λίγο πριν βρεθούν στην επίσημη εκδήλωση της εκλογικής τους περιφέρειας..Ακόμη κι αυτή τη στιγμή της κρίσης που επιστρέφουν ασθμαίνοντας στον σκληρό κευνσιανισμό που τους επιβάλλει ο χρηματιστικός κόσμος, αναρωτώμενοι ως φιλελεύθεροι αναρχικοί των πόλεων τι πήγε στραβά, δεν είναι σε θέση παρά μόνο να αναπαράγουν εκκλησιαστικό λόγο. Μήπως για όλο αυτό που συμβαίνει ευθύνεται η φύση του ανθρώπου;
Παράλληλα, η συντηρητική βάση της σημερινής διοίκησης διέπεται από κάποιας άλλης μορφής παθογένειας. Δικαιολογώ τον εγγενή μεταφυσικό φόβο που έχει για τις ακραίες κοινωνικές εκδηλώσεις, για το πλήθος της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, για το κακό ΠΑΣΟΚ που διατηρεί ακόμη κόσμο, με ένα μαγικό τρόπο, στην κρατική μηχανή. Όμως, ποια είναι η στάση της απέναντι σε άλλα επιτεύγματα μιας καπιταλιστικής κοινωνικής πραγματικότητας; Αρνούνται τις πιστωτικές κάρτες, όχι γιατί θεωρούν αμαρτία το δανεισμό αλλά φοβούμενοι μην υποκύψουν στην πλαστική εικονική πραγματικότητα. Επικαλούνται την ελληνική ιστορία, αλλά γνωρίζουν κακά ελληνικά και αναπαράγουν λαθεμένα μότο μιας άλλης εποχής (πρόσφατο παράδειγμα η κορωνίδα του Ελεύθερου Τύπου για τον Ισοκράτη). Θεωρούν ότι το κράτος τους κλέβει, αλλά δεν μπορούν να διανοηθούν το ίδιο για την εκκλησία. Θεωρούν ότι οι εκπαιδευτικοί κάνουν πολλούς μήνες διακοπές αλλά δε σκέφτονται το ίδιο για τους στρατιωτικούς. Βολεμένοι στην αδυναμία τους να ερμηνεύσουν τα κοινωνικά δεδομένα, υιοθετούν τη θέση “όλοι ίδιοι είναι” και το “άλλο η θεωρία, άλλο η πράξη”.
l Ο κόσμος των επιχειρήσεων μέχρι πρόσφατα προσπαθούσε να ξεπεράσει τη δισυπόστατη φύση του. Οι ίδιοι που μέμφονται το κράτος για την πολυνομία και τη γραφειοκρατική συμπεριφορά του, αποπειρώνται να εξακοντίσουν ανταγωνιστές τους μόνο και μόνο με νομικίστικα τερτίπια και μονοπωλιακό πόλεμο. Το κράτος από ανάθεμα γίνεται όχημα για να βγάλει από την υπαρξιακή αφάνεια κάθε επίδοξο μικρό Bill Gates. Πολλοί άλλοι βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο για τα κεφάλαιά τους σε υπεράκτιες επενδύσεις . Όσοι δεν μπορούν να κολυμπήσουν στα βαθιά νερά του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού προσφεύγουν σε λογιστικές παρεμβάσεις, θεωρώντας ότι η ισολογιστική εικόνα θα τους δώσει το εισιτήριο της αξιοπιστίας και της προσέλκυσης επενδυτών. Όσο όμως οι προσδοκίες έχουν την ίδια μήτρα με την επικοινωνιακότητα, τόσο περισσότερο πιθανό είναι ο θεατής και χρηματιστηριακός παίκτης να απαιτεί συνεχώς νέους κανόνες-φίλτρα που θα προσδώσουν το εικονικό πλεονέκτημα στη μια ή στην άλλη επενδυτική ευκαιρία. Καθότι μάλιστα το χρήμα είναι αυτό που παράγει χρήμα,και όχι η συσσώρευση που χρηματοδοτεί την παραγωγή τότε αρκούν κάποιες δείκτες-χαλινάρια για να στρέψουν όλοι το άλογά τους σε μια νέα αφετηρία. Το πλέγμα των επενδυτικών σχέσεων είναι τέτοιο που οι σύμβουλοι είναι περισσότεροι από τους παραγωγούς, και οι ασφαλιστές περισσότεροι από τα προϊόντα προς ασφάλιση.
l Είναι γνωστό και πολλάκις διατυπωμένο ότι τα σώματα ασφαλείας έχουν πρόβλημα προσδιορισμού του κοινωνικού τους ρόλου. Στη συγκεκριμένη επαγγελματική κατηγορία δεν κατατάσσονται Έλληνες πολίτες γιατί θέλγονται από την καταδίωξη του εγκλήματος, την προστασία της ανθρώπινης ζωής και περιουσίας, γιατί “φτιάχνονται” με την αντιμετώπιση των “κακοποιών και του υποκόσμου”. Οι σχολές αστυνομίας και οι ΣΣ εν γένει διέπονται από κανονισμούς που αποξενώνουν τον εκπαιδευόμενο από την κοινωνική πραγματικότητα και δεν του επιτρέπουν την ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων. Δυστυχώς, αυτό το μειονέκτημα συντηρείται ως αντίδοτο στη μειωμένη επιχειρησιακή ικανότητα, προκειμένου να ανταπεξέρχονται χωρίς ευαισθησίες την ώρα του καθήκοντος. Ο αστυνομικός, ο υπαξιωματικός, ο διμοιρίτης των ΜΑΤ που ακολουθεί μια πορεία ή πηγαίνει στο γήπεδο οφείλει να γνωρίζει το υπόβαθρο της κάθε περίπτωσης, πρέπει να είναι ευγενής με αυτούς που αιτούνται την υπηρεσία τους και αυστηρός με εκείνον που αποκλίνει κοινωνικά (όχι όμως πολιτικά), πρέπει να αντιλαμβάνεται έγκαιρα τους κινδύνους και να δημιουργεί συνθήκες απεμπλοκής.
Οι σχολές Σωμάτων Ασφαλείας δυστυχώς αποτελούν στην καλύτερη περίπτωση κλειστές λέσχες που ενδυναμώνουν τη μισαλλοδοξία, το μισογυνισμό και την επιφανειακή διαχείριση/ανάλυση των κοινωνικών εκδηλώσεων. Οι Στρατιωτικές Σχολές ενώ υποτίθεται προετοιμάζουν επιχειρησιακά το ανθρώπινο δυναμικό για την καλύτερη στρατηγική (αμφιβάλλω πολύ αν γίνεται μεθοδευμένα) και στρατιωτική αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων, παράγουν υπαλλήλους που μοναδικό στόχο έχουν την ιεραρχική και μισθολογική τους άνοδο και την αναπομπή των ευθυνών σε συναδέλφους τους. Σε αυτό το πλαίσιο ουσιαστικής επαγγελματικής αδράνειας αναπτύσσονται απόψεις και ιδεολογήματα περί κράτους, τα οποία ποτέ δε θα είχαν βρει πρόσφορο έδαφος σε ένα ανοιχτό ακαδημαϊκό χώρο, σε ένα πεδίο που τα συμπεράσματα θα αμφισβητούνται ώστε να επιβεβαιωθούν σίγουρα, και δε θα επιβεβαιώνονται πριν καν διασταυρωθούν. Τα στρατόπεδα από την άλλη, λειτουργούν ως χώροι εκδίκησης και κατασίγασης της νεανικής ορμής. Δυστυχώς, ο απολυόμενος νέος δε βγαίνει από το στρατό πιο ώριμος, πιο συνεργατικός, πιο διορατικός. Εκπίπτει σε μια διαδικασία εξυπηρέτησης των προσωπικών του επιλογών με κάθε κόστος. Η διοχέτευση της κοινωνικής ενέργειας δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα εν μέσω μιας θητείας, σε καιρό μακράς ειρήνης, αποκομμένης από την επαγγελματική. Άλλο πράγμα η άσκηση υπηρεσίας, άλλο πράγμα η κατασπατάληση του χρόνου, η αεργία
l Όλα τα παραπάνω, θα μπορούσαν να ευνοήσουν περισσότερο την ιστορική επιρροή της αριστεράς (ο ηττημένος βλέπετε είναι περισσότερο συμπαθής), ως φορέα δικαίου και ισότητας, και φέρνουν στο προσκήνιο μετ΄ επιτάσεως πλέον την ανάγκη για την εκπόνηση και υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου με σύγχρονα ριζοσπαστικά στοιχεία που θα βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο. Η αριστερά στην Ελλάδα φέρει αλήθεια λιγότερη ευθύνη γιατί δεν κυβέρνησε ποτέ ή όταν αυτό έγινε ήταν υπό την πίεση παγκοσμίων γεγονότων. Αυτό μπορεί να της δίνει άλλοθι, αλλά δεν της αφαιρεί την ευθύνη να διαμαρτύρεται συγκροτημένα στο όνομα των λαϊκών συμφερόντων που υπηρετεί.
Προσωπικά, δε θα πάρω θέση για τα επεισόδια και τις τηλεοπτικές πλιατσικολογίες. Δεν υπάρχει χώρα, αλήθεια όπου ο άγριος φόνος ενός παιδιού δεν πυροδότησε μια αντίστοιχη έκρυθμη κατάσταση. Η διοχέτευση της οργής είναι ασφαλώς ένα θέμα. Εκείνο που μπορώ όμως να ισχυριστώ ψύχραιμα είναι ότι σε αξιακό επίπεδο η αριστερά έχει αποτύχει, βοηθούντων κι άλλων παραγόντων, να διαχειριστεί ώριμες κοινωνικές κατακτήσεις. Έδωσε αγώνες για ακαδημαϊκή ελευθερία και παρέδωσε τα πανεπιστήμια στη διεφθαρμένη παράταξη της ΔΑΠ. Πολέμησε την αστυνομοκρατία, αλλά δεν σκότωσε το στραγγαλιστή Λεβιάθαν κάθε διαφορετικής κριτικής ή απλά άποψης. Αντιπαρατέθηκε στην πελατειακή φύση του κράτους, αλλά δεν απέφυγε να παραμένει κλειστή σε εκείνους που έφερναν ως εναλλακτική πρόταση τη ρήξη με τον κρατισμό.
Η αριστερά, και ιδιαίτερα μια σημαντική συνιστώσα της, δεν ξέρω αν επιθυμεί να κυβερνήσει, αλλά θα κληθεί αργά ή γρήγορα να αναλάβει ρόλο εισηγητή λύσεων σε μια σειρά από κοινωνικά θέματα. Οφείλει στη σημερινή συγκυρία να εκφράσει τα συμφέροντα εκείνων που προτάσσουν την ποιότητα, την αξιοσύνη, την ακεραιότητα, όχι με ηθικολογικά μέτρα, αλλά ουσιαστικά, μέσα από ρύθμιση και πολιτική άσκηση. Οφείλει να εκφράσει εκείνους που προτάσσουν την κοινωνική συνειδητοποίηση και την προσωπική ευθύνη ως μέρος της πολιτικής δράσης. Η συγκροτημένη διαμαρτυρία πρέπει να πάρει το χαρακτήρα πρότασης για την εναλλακτική θέσμιση πολλών κοινωνικών δομών όπως των εξής:
Περιβαλλοντική Ρύθμιση
- Εναλλακτικές πηγές ενέργειας,
- Ανοιχτές θάλασσες με δημοτικό διαχειριστή με κόστος χρήστη για όλους, έλεγχο της εισόδου των λουομένων
Εκπαίδευση-διαχείριση ελεύθερου χρόνου
- Πτυχία βασικών δεξιοτήτων, ξένων γλωσσών και υπολογιστών από το Λύκειο
- Χρηματοδότηση του ερασιτεχνικού αθλητισμού με σύγχρονη διαχείριση πάρκων, αθλητικών χώρων (κόστος χρήσης και όχι αγοράς)
- Αναδιάρθρωση του πανεπιστημίου με κοινοπραξίες, αυστηρό ποιοτικό έλεγχο και αύξηση κονδυλίων
Περιφερειακή Πολιτική
- Κοινωνικός έλεγχος και λογοδοσία των τοπικών αρχόντων (όλες οι δημοτικές και νομαρχιακές δαπάνες στο φως)
- Απλή αναλογική στα δημοτικά συμβούλια και πλειοψηφικές αποφάσεις στη βάση της διαβούλευσης με την τοπική κοινωνία
- Εκπαίδευση αγροτών και εμπόρων στην κατανόηση και διαχείριση της τοπικής αγοράς
Ευρωπαική Πολιτική/ Θεσμοί
- Καλλιέργεια του ρόλου μιας θεσμικής Ευρώπης. Η περίφημη ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών είναι ένα απλό ευφυολόγημα
- Αναβάθμιση του ρόλου των ανεξαρτήτων αρχών/ εναλλαγή επιστημόνων σε κάθε θητεία
Όλα τα παραπάνω μπορούν αν επιτευχθούν απλά με πολιτική βούληση και κοινωνικό έλεγχο Το κόστος του δημόσιου τομέα θα μειωνόταν πολύ πιο εύκολα αν κάνουν όλοι καλά τη δουλειά τους, παρά αν ενταχθούν σε νέες επαχθέστερες ασφαλιστικές ρυθμίσεις οι νέοι των 700 ευρώ. Τα οικονομικά θέματα θα μπορούσαν να αναλυθούν σε ένα επόμενο σημείωμα.
Είμαι βέβαιος ότι το τελευταίο διάστημα όλο και πιο πολλοί από τους αναγνώστες έχουν σκεφτεί ότι όλα τα παραπάνω ζητήματα έχουν μια κοινή συνισταμένη. Τη συνειδητοποίηση ότι οι κυριότεροι θεσμικοί φορείς στη σημερινή συγκυρία πιέζονται από την ανάγκη μιας ριζικής ανασυγκρότησης. Το δυστύχημα είναι ότι χρειαζόταν ο θάνατος ενός ανθρώπου για να τοποθετηθούμε όλοι ειλικρινέστερα, χωρίς αυτολογοκρισία και προσπάθειες στρογγυλέματος.
[1] Δηλαδή, η μεταπολεμική διαίρεση συντηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα μέσα του '80, λιγότερο λόγω των ιστορικών οικογενειακών μνημών και περισσότερο λόγω της παραδοσιακής ελληνικής πελατειακότητας, που έβρισκε διέξοδο πλέον μόνο μέσω της κομματικής στράτευσης. Το παράδοξο είναι ότι η αποδόμηση ενός ομολογουμένως αντικειμενικού συστήματος προσλήψεων (ΑΣΕΠ), κατόρθωμα της παρούσας διοίκησης συνέπεσε με την ανάδυση μιας νέας πολιτικής διαίρεσης, που εκφράζεται αυτή τη φορά στο επίπεδο προστασίας των εργασιακών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε βαθμό που τρομάζει.
Συνεχίζοντας τη χθεσινή μας συζήτηση, μένω στο εξής σαν αρχικό σχόλιο. Όπως γράφεις στην πρώτη παράγραφο, η χώρα «βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ένα σημείο που η παραμικρή ταλάντωση μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη απορρύθμιση μέχρι και πλήρη κοινωνική εναρμόνιση προς τα συμφέροντα των πολλών.»
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ παρατήρηση αυτή αποκτάει εξαιρετικό ενδιαφέρον αναφορικά προς το παίγνιο μηδενικού αθροίσματος των δύο δολοφονιών μαθητή και αστυνομικού, που φαίνεται οτι, ο κόσμος του mediation προσπαθεί να το εμβαπτίσει τόσο ως παίγνιο όσο και ως zero sum. Ta μέσα ενημέρωσης φαίνεται ότι αναταποκρίθηκαν αρκούντως προετοιμασμένα στην κοινωνικοπολιτική ερμηνειολογία της δολοφονίας του νεαρού αστυνομικού, εκδηλώνοντας τάχιστα ένα παρα-δημοσιογραφικό καθήκον, α) αυτό της τελεσίδικης ιστορικής αξιολόγησης ενός γεγονότος (πολιτικής δολοφονίας) τόσο ως ιδεολογικοπολιτικής αλλά ταυτόχρονα ποινικοτρομοκρατικής πράξης χωρίς να έχει διόλου εξιχνιαστεί από τις αρμόδιες διωκτικές αρχές, αλλά και β)ως κομμάτι μιας φθίνουσας κοινωνικής σημασίας, μίας παλαιοποιημένης νοηματοδότησης του πολίτη ενάντια στο κράτος -κατ’ αντιδιαστολή προς τον πολίτη που αποτελεί κομμάτι του κράτους και ο οποίος εγκαλεί τον εαυτό του να αποσυναρτήσει την ταυτότητά του από την λαϊκή βία.
(Θα είναι ενδιαφέρον αν παρατηρήσουμε προσπάθειες διορθωτικές της αρχικής αξιολογικής κρίσης, όπως στην περίπτωση της πρώτης δολοφονίας όπου η γραμμή υπεράσπισης του κατηγορουμένου μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα, καθιστώντας έτσι «αμφίβολο» αν λειτούργησε ως ψυχρός εκτελεστής και αφήνοντας περιθώρια αμφισβήτησης των αρχικών καταθέσεων.(Αναρωτιέμαι όμως σε τί θα εξυπηρετούσε κάτι ανάλογο).
Ετσι, κάτι που υπό άλλες περιπτώσεις θα ήταν ζήτημα των ιστορικών αλλά και κυρίως του συλλογικού ασυνείδητου και του κοινωνικού φαντασιακού των αστικών ως επί το πλείστον πληθυσμών επισπεύδεται εκτρωματικά και παράγει μία αποσπασματική εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας, ούτως ή άλλως κατακερματισμένης μετά και την οριστική διάψευση του προγραμματικού λόγου της πάλαι ποτέ ανερχόμενης και "διαφανούς" κεντροδεξιάς.
Με τους ίδιους όρους κ στα πλαίσια μιας τέτοιας ανάλυσης, η δολοφονία του μαθητή, δολοφονία που έδειξε να μουδιάζει τα αντανακλαστικά του κράτους και της μιντιακής μετα-δομής του, αναφορικά προς το αξιολογικό της κομμάτι, δηλαδή την ορατή αδυναμία για ερμηνευτική και πολιτική ανταπόκριση στις κοινωνικές σημασίες που ενεργοποίησε και τις ψυχολογικές αντιδράσεις που ενέγειρε σε κομματι του ελληνικού λαού, φαίνεται ότι τώρα συγκροτείται η κοινωνική της σημασία με έναν αποφατικό τρόπο (αν δεν είναι αυτό τότε τί άλλο μπορεί να είναι) που την τοποθετεί στο ένα από τα δύο άκρα του διαζευκτικού δίπολου που οικοδομήθηκε σημασιολογικά από τα media και το οποίο περιγράφεται ως –ένας φόνος από το βίαιο κατασταλτικό κράτους- ένας φόνος από τον βιαίως καταστελλόμενο, an eye for an eye.
Ο επιδιωκόμενος ως εκ τούτου συμψηφισμός, είναι ανοιχτός για όλες τις ερμηνείες.
http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_25/i25_p08_police.html
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή